- ἀρρήτους
- ἄρρητοςunspokenmasc acc plἄρρητοςunspokenmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
Ντέντεκιντ, Γιούλιους Βίλχελμ Ρίχαρντ — (Julius Wihelm RichardDedekind, Μπρούνσβικ 1831 – 1916). Γερμανός μαθηματικός. Υπήρξε ο χρονικά τελευταίος μαθητής του μεγάλου Καρλ Φρίντριχ Γκάους· κοντά σε αυτόν έκανε τη διδακτορική διατριβή του (1852) και το 1858 έγινε καθηγητής στη Ζυρίχη.… … Dictionary of Greek